Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στη Σιθωνία, Χαλκιδικής…..
Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος. Είχε πάει επιτέλους 04.00 πμ και το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του αμέσως. Η λαχτάρα του ήταν τόσο μεγάλη, ήταν που η διαδικασία της αναμονής τον σκότωνε από πιτσιρικά ακόμα, όπως όταν στριφογυρνούσε μικρός τα βράδια περιμένοντας να ξημερώσει για τη μαθητική εκδρομή.
Μέσα σε πέντε λεπτά βρισκόταν στο αυτοκίνητο, όπου από την προηγούμενη κιόλας ημέρα είχε φορτώσει τη σανίδα και το κουπί του. Έπρεπε στις 04.30 πμ να συναντήσει στο λιμάνι του κοντινού χωριού, τη Νικήτη, τον κυρ-Γιάννη, έναν τοπικό ψαρά που κάθε μέρα το χάραμα ξεκινούσε με το μικρό καΐκι του για τον εντοπισμό της θαλάσσιας λείας του.
04.20 πμ βρισκόταν ήδη στην προβλήτα του λιμανιού, όπου χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο κατέβασε τη σανίδα του. Δεν άργησε καθόλου να φανεί και ο κυρ-Γιάννης, που φτάνοντας εκεί του έσφιξε γερά το χέρι με ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του.
– Είσαι σίγουρος;
– Απόλυτα απάντησε, και πήδηξαν και οι δυο μέσα στο καΐκι σέρνοντας μαζί τη σανίδα και του κουπί.
Μέσα στην ήσυχη νύχτα ξεκίνησαν με προορισμό το απέναντι πόδι της Χαλκιδικής, την Κασσάνδρα. Το πλάνο ήταν να βγουν στο ξενοδοχείο Pallini στην περιοχή της Καλλιθέας διανύοντας μία απόσταση 16 μιλίων περίπου (26 χιλ). Από εκεί ο καθένας θα έπαιρνε το δρόμο του.
Τα στεριανά είχαν επικρατήσει και πάλι, όπως άλλωστε και τις περισσότερες νύχτες στον Τορωναίο κόλπο, και ένα ανεπαίσθητο κυματάκι ξεκινούσε από την ακτή προς τα μέσα. Στον ουρανό ένα σχεδόν γεμάτο φεγγάρι ορθωνόταν ακριβώς πάνω από τον κόλπο και κινούνταν αργά προς την Κασσάνδρα.
– Ποια είναι η σχέση σου με το νερό; Το αγαπάς; Το σέβεσαι; Ή μήπως το ανταγωνίζεσαι;
– Είμαι ο γιος της θάλασσας, του απάντησε, και αυτή εκεί μέσα είναι η μεγάλη της αγκαλιά που με περιμένει να βουτήξω μέσα, είπε και γύρισε το κεφάλι του αριστερά διακρίνοντας στο βάθος τη Κέλυφο, ένα μικρό ξερονήσι που γνώριζε καλά.
Ο κυρ-Γιάννης άφησε για λίγο το τιμόνι από τα χέρια του και έβγαλε λίγο χόρτο από ένα μικρό ντουλαπάκι ακριβώς από κάτω. Αφού το άπλωσε κάπως άτσαλα σε ένα χαρτάκι, άρχισε να το στρίβει μονολογώντας για τα χρόνια που είχε περάσει μόνος μέσα στο θάλασσα και τις αμέτρητες μικρές και μεγάλες ιστορίες που είχε ζήσει πάνω στο καΐκι του.
– Αν δεν ήταν αυτό, δε θα ήμουν ακόμη ζωντανός, θα με είχε καταπιεί μονομιάς! Θες να ρουφήξεις;
Όχι, ευχαριστώ, του απάντησε και συνέχισε, να καθίσω λίγο στη θέση σου στο τιμόνι μόνο θέλω. Μπορώ;
Χαμογέλασε για λίγο, κάνοντας τη ρυτιδιασμένη και φαγωμένη από το αλάτι μούρη του να δείχνει ακόμη πιο άσχημη. Σηκώθηκε και πήγε να καθίσει στην πλώρη να απολαύσει το τσιγάρο του.
– Έλα και άρπα τη θέση του καπετάνιου φώναξε. Θέλω να δω τη μαεστρία σου.
Δεν έχασε ούτε δευτερόλεπτο και χωρίς κανέναν ενδοιασμό βρέθηκε μονομιάς στην τιμονιέρα. Δεν είχε ιδιαίτερη εμπειρία, μόνο κάποιες μικρές ψαρόβαρκες είχε τύχει να οδηγήσει, αλλά η εμπειρία του γενικά στο νερό του έδινε μεγάλη αυτοπεποίθηση.
Η θάλασσα τέτοια ώρα ήταν λαδιά και το πιλοτάρισμα γινόταν εύκολο ακόμα και για έναν άπειρο επίδοξο καπετάνιο. Η ικανοποίησή του ήταν τόσο μεγάλη, που δεν ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς στα μάτια του την αληθινή ευτυχία που μάταια προσπαθούσε να κρύψει από περηφάνια.
Είχε πάει 05.30 πμ και ήταν τότε που άρχισε να χαράζει στον ουρανό. Το μοβ ροζ διαδέχτηκε το σκούρο μαύρο.
– Άσε με να συνεχίσω εγώ τώρα με το τιμόνι. Ξημερώνει και μπορεί να μας δει κάνα κακόβουλο μάτι.
Πίσω από τη Σιθωνία μέσα σε λίγα μόλις λεπτά άρχισε να ξεπροβάλλει διστακτικά ο πρωινός ήλιος. Η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί πάνω από τον Τορωναίο ήταν μαγική και σίγουρα, όποιος δεν έχει δει ανατολή μέσα από τη θάλασσα, δε ξέρει τι έχει χάσει.
Είχαν διανύσει παραπάνω από το μισό της απόστασης, σχεδόν 10 μίλια. Το Pallini πλέον φαινόταν πολύ καθαρά. Πρόκειται για ένα παλιό ξενοδοχείο της Χαλκιδικής, ξεπερασμένης κάπως αρχιτεκτονικής και μέτριας μάλλον αισθητικής, το οποίο ωστόσο απολαμβάνει μία εξαίσια θέση σχεδόν πάνω στην ακτή.
Ήταν τότε που άρχισε να κοιτάει τη σανίδα του, που ήταν κίτρινη και μάλλον αρκετά φανταχτερή για τα γούστα του. Την πλησίασε και άρχισε να αγγίζει απαλά τις καμπύλες της με τ’ ακροδάχτυλά του, σα να άγγιζε την κοιλιά μιας γυναίκας παίζοντας με τον αφαλό της.
Ήταν το μέσο που θα τον οδηγούσε από τη Κασσάνδρα στη Σιθωνία χρησιμοποιώντας μόνο ένα κουπί. Ένα όμως ιδιαίτερο κουπί από ανθρακονήματα, μοναδικής αντοχής αλλά ταυτόχρονα ελάχιστου βάρους.
06.30 πλάγιασαν την προβλήτα και έδεσαν πρόχειρα τους κάβους. Η θάλασσα παρέμενε γαλήνια, ενώ η ακτή ήταν σχεδόν ερημική. Με μια κίνηση πήδηξε έξω από το καΐκι κρατώντας παραμάσχαλα τη σανίδα του.
Γύρισε και κοίταξε κατάματα τον κυρ-Γιάννη, που κρατούσε σφιχτά το σχοινί.
– Σε ευχαριστώ πολύ. Θα σε θυμάμαι για πάντα.
– Να προσέχεις. Να την αγαπάς και θα σε αγαπήσει κι αυτή, είπε και έλυσε το σχοινί.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισε να απομακρύνεται από την προβλήτα κατευθυνόμενος νότια παίρνοντας το δικό του σκληρό δρόμο.
Άφησε τη σανίδα προσεκτικά στην παραλία και περιφέρθηκε για λίγο χωρίς να προσμένει τίποτα ιδιαίτερο. Το τοπίο παρέμενε σχεδόν άδειο, μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι, μάλλον ξένοι, ξεπρόβαλαν και ετοιμάζονταν για την πρωινή τους βουτιά στη θάλασσα.
Εκείνη την ώρα εμφανίσθηκε στο βάθος και ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου, που σαν ένα καλά προγραμματισμένο ρομποτάκι άρχισε να στήνει γρήγορα τα τραπέζια του πρωινού. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε στήσει και ολόκληρο μπουφέ!
Τί χαρά! Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, πλησίασε κοντά, και αφού κοίταξε αριστερά και δεξιά τσεκάροντας ότι δεν τον παρακολουθεί κανείς, άρπαξε πάνω από το μπουφέ δύο μάφιν. Τα έβαλε στις τσέπες του μαγιό του και κατευθύνθηκε σε ένα mini market που μόλις άνοιγε. Με το μοναδικό 50λεπτο που κρατούσε σφιχτά στο χέρι του όλο το βράδυ, αγόρασε ένα μικρό μπουκαλάκι νερό.
Ήταν 07.02 πμ, όταν επέστρεψε στη σανίδα του. Χωρίς δεύτερη σκέψη και αφού άρπαξε το κουπί του, την έριξε στο νερό πηδώντας μονομιάς πάνω της.
Η θάλασσα ήταν ακόμη λάδι και οι συνθήκες που επικρατούσαν δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για μια ήρεμη πλεύση. Ο προορισμός του ήταν οι Μικρές Σπαθιές της Σιθωνίας, ένας μικρός κόλπος με γαλαζοπράσινα νερά περιτριγυρισμένος από λευκά βράχια. Εκεί θα τον περίμενε ο θαλασσοσύντροφος Αριστείδης.
Κοιτώντας τη Σιθωνία μόνο και προσπαθώντας να διακρίνει κάποια σημάδια στην αντίπερα όχθη που θα του εξασφάλιζαν τη πιο σύντομη πορεία, άρχισε να κωπηλατεί όρθιος πάνω στη σανίδα. Μέσα σε λίγα λεπτά κιόλας άρχισε να απομακρύνεται και η ακτή πίσω του άρχισε να γίνεται όλο και μικρότερη.
Η αίσθηση της ελευθερίας είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο πρόσωπό του, καθώς ανοιγόταν όλο και περισσότερο στον κόλπο και γινόταν ένα με το απέραντο γαλάζιο. Μία αίσθηση που την είχε ανακαλύψει από μικρός ακόμα, όταν τα μεσημέρια έλυνε κρυφά τη βάρκα του γείτονα και αναζητούσε μικρές ακτές βουτώντας στα άγνωστα νερά της Χαλκιδικής.
Αυτό που του άρεζε περισσότερο δεν ήταν η μοναξιά η ίδια, αφού δεν την αισθάνθηκε ποτέ στην πραγματικότητα. Αλλά η δυνατότητα να ανακαλύπτει τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από την ενασχόλησή του με τα στοιχεία της φύσης, με την αγάπη του για τη θάλασσα να ξεχωρίζει μακράν πάνω απ’ όλα.
Το μαγικό ήταν ότι κατάφερνε να αφήσει τα πάντα πίσω του μέσα σε λίγα λεπτά. Η ψυχή του γαλήνευε, το μυαλό του άδειαζε και μπορούσε να ζήσει τη στιγμή σε ολόκληρο το μεγαλείο της. Δεν είχε στόχους, δεν είχε προτεραιότητες και προσπαθούσε να το κρατήσει αυτό βαθιά μέσα του μέχρι να πατήσει τη στεριά και να το σύρει μαζί του.
Βυθισμένος στις σκέψεις του είχε διανύσει μέσα σε σχεδόν μια ώρα περίπου 8 χιλ. Το νερό συνέχιζε να είναι κρύσταλλο και η επιφάνεια του να παραμένει σαν ένα πελώριο γυαλί που δε μπορεί να σπάσει με τίποτα.
Με το βλέμμα καρφωμένο πότε στη Σιθωνία πότε κάποια μέτρα μπροστά από τη σανίδα του συνέχισε την πορεία του, μέχρι τη στιγμή που..
..σε μία απόσταση περίπου 15 μέτρων μπροστά και λίγο αριστερά από τη σανίδα του, το γυαλί ξαφνικά ράγισε. Πάγωσε τότε μονομιάς και οι σκέψεις του για λίγο σταμάτησαν. Ένα περίεργο πλάσμα της θάλασσας αναδύθηκε για λίγο και η ράχη του ξεχώρισε ταράζοντας την ηρεμία της θάλασσας. Το χρώμα του ήταν λίγο καφέ λίγο γκρι δε μπόρεσε να καταλάβει. Το μήκος του ίσως να ήταν γύρω στο 1,20 μ., μπορεί και περισσότερο μπορεί και λιγότερο. Η ένταση της στιγμής ήταν τόσο μεγάλη, που οποιαδήποτε υπερβολική αντίληψη της πραγματικότητας δεν θα έπρεπε να παρεξηγηθεί.
Το περίεργο ήταν ότι δεν είχε κάποιο πτερύγιο στην πλάτη του, όπως θα περίμενε κανείς. Αυτό ήταν αρκετό μάλλον για να τον ηρεμήσει για λίγο.
Ο ήχος επίσης που έκανε, παρόλο που ήταν αρκετά έντονος για να διαταράξει την απόλυτη ησυχία του Τορωναίου κόλπου, έμοιαζε μάλλον με κάποιο μοιρολόι περισσότερο παρά για μία απειλητική κραυγή προετοιμασίας για επίθεση.
Και ξαφνικά χάθηκε. Ο ήχος σταμάτησε. Η θάλασσα έγινε πάλι γυαλί. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό να τον ηρεμήσει, αφού ήταν σίγουρος, το αισθανόταν σε όλο του σώμα, πως ήταν ακόμη κοντά του και πηγαινοερχόταν κάτω από τη σανίδα του.
Σταμάτησε να κάνει κουπί για λίγο θέλοντας να δείξει ότι δεν είχε καμιά διάθεση να το ενοχλήσει, παρά μόνο ειρηνικές διαθέσεις αρμονικής συνύπαρξης στο ίδιο θαλάσσιο περιβάλλον, που αγαπούσαν και οι δυο τόσο.
Μέχρι που τα νερά άρχισαν να κουνιούνται και πάλι. Αυτή τη φορά όμως πολύ κοντά στη σανίδα του.
Τώρα δε φοβόταν και στεκόταν ήρεμος. Μέχρι που μια θηλυκή φώκια αναδύθηκε στην επιφάνεια και αφού τον κοίταξε για λίγο, βγάζοντας μία σπαρακτική κραυγή που θα τάραζε ακόμα και τον πιο γενναίο άνδρα της γης, χάθηκε βαθιά μέσα στη θάλασσα.
Είχε ακούσει πως υπήρχαν δύο φώκιες στον κόλπο και δυστυχώς πριν λίγες μέρες είχε βρεθεί στις ακτές του Άγιου Μάμα η αρσενική. Την είχε ξεβράσει η θάλασσα, χωρίς να διαπιστώσει ποτέ κανείς τους λόγους του θανάτου της. Οι περιβαλλοντολογικές οργανώσεις είχαν αναφέρει πως ήταν σχεδόν αναπόφευκτο πλέον ό,τι και η άλλη φώκια κάποια στιγμή θα «έφευγε» είτε από μοναξιά είτε περισσότερο από την αδυναμία της να αναπαραγάγει.
Η ψυχή του ξαφνικά πόνεσε πολύ. Κατάλαβε ότι ήρθε για λίγα δευτερόλεπτα και μοιράστηκε τον πόνο της μαζί του. Η κραυγή της ήταν τόσο ειλικρινής και βγαλμένη από τα σωθικά της, πράγμα που τον λύγισε. Κάθισε για λίγο κάτω βάζοντας τα πόδια του αριστερά και δεξιά της σανίδας. Ήταν τραγικό για τη ψυχολογία του, γιατί γνώριζε τώρα αλλά δε μπορούσε να βοηθήσει. Αυτό τον έκανε ακόμη πιο δυστυχισμένο. Καλύτερα να μην νιώσεις εσύ ποτέ έτσι.
Η θάλασσα πλέον τον έσερνε. Ένα ελαφρύ βοριαδάκι είχε κάνει την εμφάνισή του και τον έστελνε λίγο πιο νότια. Αυτό τον ταρακούνησε λίγο.
Ανασηκώθηκε, πήρε το κουπί στα χεριά του και ξεκίνησε ξανά να κωπηλατεί.
Η καρδιά του ξαφνικά σκλήραινε και άρχισε πάλι να αφήνει τα πάντα πίσω του. Ήταν ξανά τόσο δυνατός που μπορούσε να κατασπαράξει ακόμη και το πιο άγριο πλάσμα του κόσμου. Είναι μοναδικό το φαινόμενο που η ίδια η φύση σε ξυπνάει, ζωντανεύει την επιθυμία σου για ζωή και τελικά σε κάνει ξανά δυνατό να συνεχίσεις.
Κωπηλατούσε για ώρα τόσο δυνατά και αδιάκοπα, που κατάφερε να καλύψει τα δύο τρίτα της απόστασης, περίπου 17 χιλ., σε λιγότερο από δύο ώρες. Η Σιθωνία φαινόταν πια καθαρά με τα πρώτα σπιτάκια να ξεπροβάλλουν στο βάθος.
Η θάλασσα στο μεταξύ είχε αρχίσει να φουσκώνει, πράγμα όμως που του άρεζε. Η αίσθηση να ανεβαίνεις και να κατεβαίνεις τα κύματα, να μπαίνεις μέσα και να ξαναβγαίνεις από τα σπλάχνα τους ήταν σαγηνευτική και ταξίδευε τις σκέψεις του ξανά στον κόσμο της ελευθερίας. Οι στιγμές έγιναν έντονες και δεν ήθελε να του ξεφύγει καμιά!
Κωπηλατούσε τώρα με όλη του δύναμη. Διάβαζε τα κύματα και έπαιζε μαζί τους. Έβαζε όλη του την τέχνη και έφερνε στο μυαλό του τις εξωτικές ιστορίες που του άρεζε πάντα να διαβάζει, ώστε η κίνησή του να είναι τόσο αρμονική σα βγαλμένη από μουσικό πεντάγραμμο.
Ήταν στη θάλασσα για τρεις ώρες περίπου πλέον και απέμενε μία απόσταση περίπου 7 χιλ. μέχρι να βγει στις Μικρές Σπαθιές. Άρχισε να διψάει λίγο μια και ο ήλιος πλέον είχε ζεσταθεί για τα καλά και τα κύματα είχαν αρχίσει να τον κουράζουν λίγο.
Για μια στιγμή προσπάθησε να κόψει ταχύτητα για να βγάλει το μπουκαλάκι με το νερό να δροσιστεί. Αλλά αυτό τον έκανε να χάσει την ισορροπία του για λίγο και σχεδόν κόντεψε να πέσει. Κρατήθηκε όμως και αποφάσισε να περιμένει λίγο μήπως και χαμηλώσει το κύμα σε κάποια ώρα.
Οι αλλαγές του καιρού στη θάλασσα είναι συχνές και απότομες, με τους ανέμους να αλλάζουν κατεύθυνση εκεί που δε το περιμένεις. Το ίδιο συμβαίνει και στο βουνό, όπου από τη μία στιγμή στην άλλη οι καιρικές συνθήκες μπορούν να μεταβληθούν.
Η ελπίδα του όμως να κόψει ο αέρας, καθώς προσέγγιζε την ακτή, δεν επιβεβαιώθηκε. Βρισκόταν σε μία απόσταση περίπου 6 χιλ. τώρα, και ενώ η Σιθωνία φαινόταν να απέχει σχεδόν μια ανάσα, ένας ισχυρός ανατολικός άνεμος ήρθε και αντικατέστησε σταδιακά το βοριά. Ήταν το ξεκίνημα του σχηματισμού του μελτεμιού στην πραγματικότητα, που σπάνια μεν, αλλά πιάνει και στη Χαλκιδική.
Ήξερε καλά πως, ενώ κοντά στην ακτή τα νερά θα ήταν ήρεμα, αφού ο ανατολικός αέρας κόβει πάντα από τον ορεινό όγκο της Σιθωνίας, μέσα στα ανοιχτά θα τον χτυπούσε αλύπητα για πολύ ώρα.
Η θάλασσα συνέχισε να φουσκώνει, ο άνεμος έφτασε σχεδόν τα 5-6 μποφόρ και η κίνησή του προς την ακτή της Σιθωνίας είχε γίνει σχεδόν αδύνατη.
Πλέον τα κύματα τον έσερναν βίαια ξανά προς τα πίσω και πολύ πιθανόν να τον έβγαζαν προς το Παλιούρι της Κασσάνδρας, εάν εγκατέλειπε τελικά την προσπάθειά του να τα αντιμετωπίσει.
Ωστόσο, παρέμενε ήρεμος. Το υγρό στοιχείο συνέχιζε να μην τον τρομάζει. Ήταν ο γιος της θάλασσας στο μυαλό του. Πολλές φορές μια ιδέα που έχεις είναι αρκετή να σε κάνει να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι και να θες φτάσεις εκεί που δε μπορείς να φτάσεις ποτέ.
Προσπάθησε να διαβάσει καλύτερα τη θάλασσα και σκέφτηκε να αλλάξει για λίγο την πορεία του, μήπως και καταφέρει να προσεγγίσει την ακτή έστω και σε απόσταση 10-11 χιλ. από το στόχο του. Στο βάθος σημάδεψε το χωριό του Μαρμαρά.
Ωστόσο, τα κύματα ήταν τόσο δυνατά και κόντρα σε κάθε ενέργειά του να προσεγγίσει την παραλία, που κάθε προσπάθεια του παρέμενε μάταια.
Το πλάνο του άλλαξε και πάλι. Αποφάσισε να παραμένει στο ίδιο μέρος πηγαίνοντας πότε βόρεια και πότε νότια. Έπρεπε σε κάθε περίπτωση να μην αφήσει τα κύματα να τον παρασύρουν δυτικά.
Μοναδική του ελπίδα ήταν να κόψει ο αέρας σε λίγο για να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του, μήπως και καταφέρει να προσεγγίσει την ακτή.
Ο αγώνας κόντρα στη θάλασσα είχε γίνει σκληρός και η κούραση είχε αρχίσει να τον καταβάλλει. Για 45 λεπτά αγωνιζόταν πρώτα να σταθεί όρθιος στη σανίδα του και μετά να μη χάσει τη θέση του που με τόσο κόπο είχε κατακτήσει. Μία ήρεμη μέρα στο ξεκίνημα της είχε καταλήξει να γίνει αντίξοη, και ίσως η θάλασσα έβγαζε μία πικρία από μέσα της τιμωρώντας τώρα την αλαζονεία του γιου της.
Τα χέρια του είχαν βαρύνει και οι τετρακέφαλοι των ποδιών του είχαν κουραστεί τόσο, που ήταν αναπόφευκτο να μην αρχίσει να χάνει τη συγκέντρωσή του τελικά στην προσπάθεια του να ισορροπήσει. Μέχρι που..
..ένα ψηλό κύμα ήρθε, ξαφνιάζοντας τον, και τον έριξε στη θάλασσα που τον κατάπιε με μια ανάσα! Ο ιμάντας όμως της σανίδας, που παρέμενε δεμένος στο πόδι του, τον βοήθησε γρήγορα να βγει ξανά στην επιφάνεια και να κρατηθεί κοντά της. Ανέβηκε με ένα πήδημα πάνω της και προσπάθησε να σηκωθεί ξανά όρθιος για να βρει το κουπί του, που κάπου θα χτυπιόταν κι αυτό από τα κύματα. Αλλά μάταια!
Η ορμή τους ήταν τόσο μεγάλη, που δε μπορούσε να σταθεί ούτε ο ίδιος όρθιος αλλά ούτε και να βρει το μαύρο του κουπί μέσα στην τρικυμία.
Κάθισε για λίγο στη σανίδα και έκλεισε τα μάτια του. Είδε τότε τη θάλασσα να τον αγκαλιάζει ξανά, και η αγκαλιά της ήταν τόσο μεγάλη και σφιχτή που ξύπνησε την επιθυμία του.
Άνοιξε τα μάτια του και ήθελε να βγει έξω πιο πολύ από ποτέ. Είχε μία κρυφή ελπίδα ότι εκεί έξω τον περιμένουν. Μπορεί να ήταν και μόνο ιδέα του, αλλά ήταν αρκετή για να του δώσει ξανά δύναμη να συγκρατηθεί πάνω στη σανίδα.
Με την κούραση να τον έχει καταβάλει και τα κύματα να τον παρασέρνουν πλέον γρήγορα, ήξερε ότι ήταν μάλλον το μοναδικό μέσο που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην ακτή. Εάν έκοβε ο αέρας σύντομα ή ίσως εάν συνέβαινε κάτι άλλο..
Ξαφνικά, και ενώ καθόταν μπρούμυτα αγκαλιάζοντας σφιχτά τη σανίδα, μέσα από τα κύματα διέκρινε ένα μικρό πλαστικό βαρκάκι να κατευθύνεται με ταχύτητα προς το μέρος του.
Δεν ήξερε εάν ερχόταν γι’ αυτόν, δεν ήξερε εάν ήθελε να ανέβει ακόμη σε περίπτωση που ερχόταν στα αλήθεια για να τον περισυλλέξουν.
Πρωτού καλά καλά σκεφθεί, δύο ψαράδες πάνω στη βάρκα τον είχαν πλησιάσει σε μικρή απόσταση. Τα κύματα όμως ήταν τόσο μεγάλα που ήταν δύσκολο ή ακόμα και επικίνδυνο να τον πλαγιάσουν.
– Μπορείς να κάνεις με τα χέρια να έρθεις κοντά μας; Φώναξαν και χαμήλωσαν την ταχύτητά τους μη τον χτυπήσουν.
Τους κοίταξε περίεργα και δεν απάντησε. Σα να είχε εισβάλει κάποιος ξαφνικά στον κόσμο του, σα να μη του άρεσε αυτή η απρόσμενη εξέλιξη.
– Εεεε εσένα φωνάζω, ακούστηκε ξανά. Βάλε τα δυνατά σου και έλα κοντά μας.
Χωρίς να το σκεφθεί πολύ τώρα άρχισε να τραβάει γερές κουπιές με τα χέρια του μέχρι που έφτασε στα δεξιά τους, όπου προστατευόταν λίγο από τα κύματα. Βούτηξε από τη σανίδα στο νερό και τότε για πρώτη φορά μίλησε.
– Ανεβάστε τη σανίδα μου πάνω.
Οι ψαράδες, ακούγοντας τον, έπιασαν ο ένας από μπροστά και άλλος από πίσω τη σανίδα και τη ανέβασαν πάνω στη βάρκα. Ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που χρειάστηκε να τη σφηνώσουν μέσα στα καθίσματα για να μη τη σηκώνει ψηλά.
Αφού ήταν σίγουρος πως είχαν τελειώσει με τη σανίδα και την είχαν τοποθετήσει με ασφάλεια πάνω, κρεμάστηκε και ο ίδιος από τη βάρκα και με μια μικρή έλξη ανέβηκε πάνω.
Κοιτάχτηκαν περίεργα αρχικά, σα να υπήρχε μία μικρή έχθρα μεταξύ τους. Μέχρι που σηκώθηκε ο άλλος άνδρας και τον τύλιξε με μια πετσέτα. Ήταν σχεδόν τέσσερις ώρες μέσα στη θάλασσα αντιμετωπίζοντας μάλιστα πρωτόγνωρες συνθήκες, πράγμα που φαινόταν πως τον είχε καταβάλει σωματικά.
– Ξέρεις πόση ώρα σε βλέπουμε με τα κιάλια από την παραλία στο ίδιο σημείο, ρώτησαν και ανέβασαν τις στροφές της μηχανής στρίβοντας προς την ακτή. Σε είδαμε που σε πέταξε κάτω το κύμα και τρομάξαμε, συνέχισαν.
Δεν έβγαλε ούτε λέξη.
– Νομίζαμε ότι έσπασε το κατάρτι σου ή έχασες το πανί σου και δε μπορούσες να βγεις έξω. Που να φανταστούμε ότι ένας όρθιος τρελός με ένα κουπί ανοίχτηκε στη θάλασσα με τόσο κύμα. Είσαι τυχερός που σε είδαμε. Απέναντι θα σ’ έβγαζαν τα κύματα, εάν κατάφερνες τελικά να μείνεις πάνω στη σανίδα.
– Από απέναντι έρχομαι, απάντησε.
Τον κοίταξαν περίεργα για λίγο, αλλά φάνηκε να το ξεχνάνε γρήγορα.
– Πού πας, πού θες να σε βγάλουμε;
– Αφήστε με στις Μικρές Σπαθιές, με περιμένουν. Θέλω να φτάσω γρήγορα στην Ελιά, εκεί θέλω να φτάσω.
Και η συζήτηση κόπηκε απότομα, και οι τρεις τους συνέχισαν την πορεία προς την παραλία με το κύμα να χτυπάει την πλωριά της βάρκας. Μέσα σε 10-15 λεπτά ήταν λίγα μέτρα από την ακτή.
– Αφήστε με εδώ, είπε και πέταξε τη σανίδα στη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν πάλι γαλήνια, όπως το περίμενε.
Ξάπλωσε μπρούμυτα στη σανίδα και σπάζοντας λίγο τη μέση του προς τα πάνω, άρχισε να κάνει ελαφριά κουπί με τα χέρια του.
Δε κοιτάχτηκαν καν. Ο καθένας πήρε το δρόμο του.
Η ψυχή του ήταν ήρεμη, αλλά η καρδιά του χτυπούσε τώρα γρήγορα. Η επιθυμία του είχε γίνει ελπίδα και ήθελε να βγει έξω να την κυνηγήσει τώρα.
Η θάλασσα, το μοναδικό και παντοτινό καταφύγιό του, του είχε φανερώσει το μονοπάτι που δε μπορούσε να διακρίνει. Και η δύναμη που τον είχε πλημμυρίσει ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να κυνηγήσει τη χίμαιρά του.
Χρυσόστομος Ζερβόπουλος